ποθητήν

ποθητήν
ποθητός
longed for
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • ποθητός — ή, ό / ποθητός, ή, όν, ΝΜΑ [ποθώ] ο ποθούμενος, ο επιθυμητός (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ. β. «για την ποθητήν Ελλάδα», Σολωμ. γ. «ποθητὸν πρᾱγμα», επιγρ.) νεοελλ. 1. αγαπητός («το ποθητό μου ταίρι») 2. ως ουσ. ο αγαπημένος («εγώ είμαι, κόρη, ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”